Παιχνίδι, μάθηση και ανάπτυξη

 

Πλήθος απόψεων στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν εκφραστεί για τη σχέση ανάμεσα στο παιχνίδι και την ανάπτυξη του παιδιού, οι οποίες, αν και αντανακλούν διαφορετικές οπτικές, δεν αποκλείουν η μια την άλλη. Κάποιες από αυτές βλέπουν το παιχνίδι ως ένα πλαίσιο που προσφέρει εμπειρίες και ερεθίσματα για ανάπτυξη και ως μέσο απόκτησης δεξιοτήτων και εφοδίων που συνοδεύουν μακροπρόθεσμα το παιδί κατά την ενηλικίωση ενώ άλλες το θεωρούν μέσο που προκαλεί άμεσες εξελικτικές βελτιώσεις και αλλαγές σε διάφορες λειτουργίες του οργανισμού. Κάποιες, τέλος, υποστηρίζουν ότι το παιχνίδι, ανάλογα με το είδος του, απλά αντανακλά ένα στάδιο ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται το παιδί.

     

Έρευνες που  έχουν διερευνήσει τις λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφάλου έχουν δείξει, ότι στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής ο εγκέφαλος του παιδιού πραγματοποιεί το σημαντικότερο μέρος των νευρωνικών του συνάψεων στα εγκεφαλικά κύτταρα. Όσες από αυτές τις συνάψεις ερεθίζονται συχνά παραμένουν σταθερές και μόνιμες ενώ όσες δεν ερεθίζονται αδυνατίζουν και χάνονται. Ο ερεθισμός αυτών των συνάψεων προκαλείται από την επαφή του παιδιού με το περιβάλλον και η ποιότητα και περιπλοκότητά τους είναι ανάλογη σε βαθμό με αυτή την αλληλεπίδραση. Τα παραπάνω αποτελέσματα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι δραστηριότητες παιχνιδιού και η ενασχόληση με παιχνίδια – αντικείμενα δίνουν την ευκαιρία στο παιδί να έρθει σε άμεση επαφή με πλήθος στοιχείων του φυσικού, κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει, κάνουν ευνόητη τη σύνδεση ανάμεσα στο παιχνίδι και τη μάθηση κατά την παιδική ηλικία.

 

Εκτός αυτού τα κατάλληλα παιχνίδια προάγουν όλες τις πλευρές της ανάπτυξης, όπως είναι η συναισθηματική, η κοινωνική και η γνωστική ανάπτυξη αλλά και τις σωματικές δεξιότητες, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην ομαλή σωματική ανάπτυξη, στην υγεία και την ευρωστία των παιδιών. Σε πολλές περιπτώσεις παιχνιδιών μάλιστα αυτό συμβαίνει ταυτόχρονα.

 

Ιδιαίτερη αναπτυξιακή σημασία αποδίδεται στο συμβολικό παιχνίδι καθώς μπορεί να εφοδιάσει τα παιδιά με χρήσιμες εμπειρίες για το μέλλον τους και να προάγει τη δημιουργικότητα, τη φαντασία, τη γλωσσική ανάπτυξη ακόμα και τις λογοτεχνικές ικανότητες των παιδιών. Το συμβολικό παιχνίδι μπορεί να αποτελέσει ακόμα και ένα από τα μέσα για να αποκαλυφθούν παράγοντες που προκαλούν άγχος σε κάποιο παιδί αλλά και να συμβάλλει στην ανακούφισή του καθώς μπορεί σε κάποιο φανταστικό σενάριο να αναπαραστήσει διαμάχες και δυσάρεστα περιστατικά και μέσα από τη διαχείρισή τους να τα ξεπεράσει. Ακόμα μπορεί να αποτελέσει ένα ασφαλές, φανταστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιτρέπεται στα παιδιά να εκδηλώνουν, χωρίς τιμωρία, συμπεριφορές που στον πραγματικό κόσμο συνήθως απαγορεύονται. Η τελευταία αυτή λειτουργία που σχετίζεται με την κοινωνική προσαρμογή και τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού αποκτά ιδιαίτερη αξία στην εποχή μας καθώς το αγχογόνο περιβάλλον που κυριαρχεί στην ζωή των ενηλίκων έχει πλέον αγγίξει και την παιδική ηλικία.

 

 

 

Μια ακόμα παιδαγωγική διάσταση του παιχνιδιού είναι η δυνατότητα αξιοποίησής του για την κοινωνική μάθηση των παιδιών καθώς μπορεί να προσφέρει το πλαίσιο ώστε τα παιδιά να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν πραγματικές καταστάσεις. Στην προσχολική αγωγή κατάλληλα παιχνίδια μπορούν να αξιοποιούνται από τη νηπιαγωγό προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα μπορεί στα παιχνίδια με ρόλους να αναθέτει στα παιδιά τους κατάλληλους ρόλους ή στα ομαδικά παιχνίδια να καθοδηγεί στην επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των παιδιών.

 

Και στο Δημοτικό σχολείο όμως η παιγνιώδης διδασκαλία αποτελεί ευχάριστη αλλά και αποτελεσματική μέθοδο εναλλακτικής διδακτικής, όταν επιλέγεται αντί της παραδοσιακής μετωπικής διδασκαλίας. Η διδασκαλία μέσα από ενασχολήσεις παιχνιδιού προσφέρει αποδέσμευση από στόχους και εξωτερικές πιέσεις και ταυτόχρονα κινητοποιεί τα παιδιά για να δραστηριοποιηθούν ολόπλευρα.